«Έχουν περάσει τριάντα χρόνια και δεν έχω ξεχάσει ούτε την ελάχιστη λεπτομέρεια, τι σχέδια είχαν τα σεντόνια της, πώς κουνούσε το σώμα της. Επιμένω δε να πιστεύω πως έτσι ακριβώς θα έπρεπε να είναι οι άνθρωποι, να ανοίγονται, να σμίγουν χωρίς πολλά-πολλά, να μπαίνει ο ένας μέσα στον άλλον κι ό,τι κερδίσει ο καθείς κι ό,τι κρατήσει...». Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται μια ιστορία νεότητας.
Παριστάνοντας τους δημοσιογράφους, ο Χρήστος Χωμενίδης κι ένας συμφοιτητής του, χτυπούσαν κουδούνια για να γνωρίσουν κόσμο, κατά προτίμηση πρόθυμα για παρέα κορίτσια, μέχρι που το πέτυχαν. Ο συγγραφέας θυμάται τι έκαναν νεαροί φοιτητές και σημειώνει: «Το μόνο που μού μοιάζει πλέον εντελώς ξένο είναι η ενέργεια που είχαμε, το πείσμα, να τριγυρνάμε ζαλωμένοι με μια πρωτόγονη βιντεοκάμερα και με το βαλιτσάκι της στην πόλη, κάθε τόσο να σταματάμε και να οσμιζόμαστε τον αέρα σαν κυνηγιάρικα σκυλιά. Ίσως να λέγεται νεότητα».